- Μονεμβασίτης
- ο [Μονεμβασία]αυτός που κατάγεται από τη Μονεμβασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μονεμβασίτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Μονεμβασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)